Έφυγε από τη ζωή ο αγαπημένος ηθοποιός Κώστας Βουτσάς

Ο αγαπημένος ηθοποιός Κώστας Βουτσάς, δε βρίσκεται πια στη ζωή, αφήνοντας την τελευταία του πνοή σε ηλικία 88 ετών μετά από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο Αττικόν. Ο άνθρωπος που έγραψε τη δική του ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο και προσέφερε αμέτρητες στιγμές γέλιου σε γενιές Ελλήνων, εισήχθη στο νοσοκομείο στις 7 Φεβρουαρίου με λοίμωξη του αναπνευστικού και σημαντική καρδιακή και αναπνευστική δυσλειτουργία.

Οι θεράποντες ιατροί προχώρησαν στη διασωλήνωσή του στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου, όπου υποστηρίχθηκε μηχανικά η αναπνοή του. Τελικώς, όμως, ο «αιώνιος έφηβος» Κώστας Βουτσάς δεν τα κατάφερε, καταλήγοντας σήμερα τα ξημερώματα.

Ο σπουδαίος κωμικός, άφησε ανεξίτηλο στίγμα στο ρόλο του αγαθού Κωνσταντινουπολίτη με «Το Ανθρωπάκι» (1969) ενώ το αυθόρμητο επιφώνημα του «Φσστ μποινγκ», στο μιούζικαλ «Κάτι να καίει» (1964), έγραψε ιστορία στον εγχώριο κινηματογράφο.

Ποιος, άλλωστε, δεν θυμάται τις ατάκες «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;», «Κάτιναα σαλαμάκι» και πολλές ακόμα…

Ο Κώστας Βουτσάς (Σαββόπουλος ήταν το οικογενειακό του όνομα) γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1931 στην Αθήνα, σε προσφυγική οικογένεια με καταγωγή από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης. Μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια του. Ο πατέρας του εργάστηκε ως εργάτης οδοποιΐας κι ο μικρός Κώστας επινόησε διάφορες δουλειές του ποδαριού για επιβίωση. Στα χρόνια της Κατοχής μοίραζε προκηρύξεις στους κινηματογράφους μαζί με άλλα «Αετόπουλα» της ΕΠΟΝ.

Μετά τον πόλεμο, ασχολήθηκε με διάφορες μορφές αθλητισμού, όπως στίβο, κωπηλασία, βόλεϊ και μπάσκετ. Η πρώτη του θεατρική εμπειρία, όπως έχει πει, ήταν στα σχολικά του χρόνια όταν ο προπονητής του τον είχε στείλει για προπόνηση στη Μηχανιώνα κι έλαβε μέρος στην παράσταση της καστασκήνωσης. Έκανε ένα αρνητικό σχόλιο για το παιδί που υποδύονταν τον μεθυσμένο κι όταν ο υπεύθυνος του θεατρικού τον προκάλεσε αν μπορεί να το κάνει καλύτερα βρέθηκε τελικά με τον ρόλο.

Σε ηλικία 18 ετών σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου και συμμετείχε σε επιθεωρήσεις στο Στρατιωτικό Θέατρο Θεσσαλονίκης. «Αφού περιπλανήθηκα με τα μπουλούκια δύο χρόνια σε χωριά και κωμοπόλεις της Μακεδονίας “η Καλή Καλό” (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της θεατρίνας Καλλιόπης Δαμβέργη) με κατέβασε Αθήνα», είχε πει ο ίδιος. Έδωσε εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, την οποία τελικά του έδωσαν στην τρίτη προσπάθεια αφού η επιτροπή τον είχε απορρίψει δύο φορές, επειδή, όπως του είχαν πει, δεν «έκανε για ηθοποιός».

Η πρώτη ταινία που συμμετείχε, ως κομπάρσος, ήταν στην κωμωδία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» (1953, του Γιώργου Λαζαρίδη). Ακολούθησε η συμμετοχή του στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Η κυρά μας η μαμή» (1958) με την οποία μπήκε πρώτη φορά στα στούντιο της Φίνος Φιλμ, «Για την αγάπη της βοσκοπούλας» του Φρίξου Ηλιάδη (1959), η «Αλίκη στο Ναυτικό»(1960, Αλέκος Σακελλάριος), «Κατήφορος» (1961, Γιάννης Δαλιανίδης), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1962, Αλέκος Σακελλάριος ) κ.ά. συνολικά 70 ταινίες.

Στη μικρή οθόνη πρωτοεμφανίστηκε το 1973 στο σίριαλ «Βαριετέ« της τότε ΥΕΝΕΔ.Ε για να ακολουθήσουν πολλές εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές όπως «Ο Ανδροκλής και τα λιοντάρια του», «Για μια θέση στον ήλιο», «Γιούγκερμαν», «Δέκα Μικροί Μήτσοι»,«Επτά θανάσιμες πεθερές», «Η πολυκατοικία» κ.ά.

Πηγή: kathimerini.gr, cnn.gr

 

 

Share