Η ημερομηνία έδειχνε Παρασκευή 29 Μαρτίου 1896 (10 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο). Η πέμπτη ημέρα των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Στη γέφυρα του Μαραθώνα παρατάχθηκαν 17 αθλητές από πέντε χώρες για να διανύσουν τα 40 χιλιόμετρα της διαδρομής μέχρι τον τερματισμό στο Παναθηναϊκό Στάδιο για το αγώνισμα του Μαραθωνίου, το οποίο είχε εισηγηθεί ο Γάλλος φιλόλογος Μισέλ Μπρεάλ, σε ανάμνηση της διαδρομής του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα.
Ανάμεσα στους αθλητές, ένας 24χρονος νεαρός νερουλάς από το Μαρούσι, ο Σπύρος Λούης, που ούτε που μπορούσε να φανταστεί πως σύντομα θα γινόταν ο πρώτος αθλητικός θρύλος της νεώτερης Ελλάδας. Στο Παναθηναϊκό Στάδιο 100.000 κόσμου είχε συγκεντρωθεί για να αποθεώσει τους νικητές, ανάμεσα στους οποίους και ο διάδοχος Κωνσταντίνος και ο πρίγκιπας Γεώργιος.
Ο Σπύρος Λούης, εκτός του ότι δεν ήταν αθλητής και δεν είχε κάνει προετοιμασία όπως οι συναγωνιστές του, μπήκε τελευταία στιγμή στην κούρσα από…το «παράθυρο», μετά από προτροπή του ταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, ο οποίος ήταν διοικητής του Λούη, όταν υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό. Γνώριζε καλά ότι διέθετε μεγάλη αντοχή στο τρέξιμο, επειδή τον έστελνε συχνά για…τσιγάρα. Το πλησιέστερο σημείο από όπου μπορούσε κανείς να αγοράσει τσιγάρα ήταν τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από το στρατόπεδο. Την απόσταση αυτή κάλυπτε ο Σπύρος σε ένα δεκάλεπτο αφήνοντας πάντα άφωνο τον ανώτερό του.
Κατά τη διάρκεια του αγώνα και συγκεκριμένα στο 34ο χιλιόμετρο, ο Αυστραλός δρομέας Φλακ που προπορευόταν, είπε σ’ έναν ποδηλάτη να τρέξει γρήγορα στο Στάδιο και να αναγγείλει τη νίκη του. Οι 100.000 θεατές με το άκουσμα της είδησης πάγωσαν. Στο 37ο χιλιόμετρο όμως ο Λούης, με αλλαγή ρυθμού, προσπέρασε τον Φλακ, ο οποίος κατέβαλε την ύστατη προσπάθεια να παραμείνει στην πρωτοπορία, αλλά κατέρρευσε και εγκατέλειψε.
Ο Σπύρος Λούης μπήκε έτσι πρώτος στο Παναθηναϊκό Στάδιο, μέσα σε γενικό παραλήρημα των φιλάθλων, που φώναζαν «Έλλην! Έλλην!». Ο χρόνος του, 2 ώρες 58 λεπτά και 50 δευτερόλεπτα, ήταν ο καλύτερος που είχε σημειωθεί στην απόσταση. Μάλιστα, στα τελευταία μέτρα πριν τον τερματισμό, ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος βρέθηκε δίπλα στον Σπύρο Λούη και κάλυψαν μαζί την απόσταση μέχρι τη νίκη, ενώ στη συνέχεια λέγεται πως σήκωσε τον δρομέα στους ώμους του και τον περιέφερε στον στίβο.
Μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ο βασιλιάς Γεώργιος δέχθηκε το παλάτι τον Έλληνα θριαμβευτή και σύμφωνα με μαρτυρίες, μόλις τον ρώτησε τι δώρο ήθελε για τη νίκη του, του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει για να κουβαλάω νερό». Έτσι και έγινε.
Ο Λούης μετά τον θρίαμβό του δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στο Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.