Η επίτιμη πρόεδρος του Συλλόγου «Η Κασταλία» μας μιλά για τη ζωή και το θάνατο του Κώστα Καρυωτάκη

Η επίτιμη πρόεδρος του Περιβαλλοντικού Συλλόγου Κέντρου Αμαρουσίου «Η Κασταλία», Δήμητρα Κρεκούκια, γράφει ένα κείμενο για τον ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, με αφορμή τη συμπλήρωση 90 χρόνων από τον θάνατό του.

Σε αυτό το ενδιαφέρον και αποκαλυπτικό κείμενο, η κ. Κρεκούκια επιχειρεί να απαντήσει σε ερωτήματα για τη ζωή και τον θάνατο του μεγάλου Έλληνα ποιητή.

Διαβάστε το κείμενο της κας Κρεκούκια:

Κώστας  Καρυωτάκης:  Κάποιες απαντήσεις σε ερωτήματα που γεννά η αυτοχειρία του

Έχουν περάσει ενενήντα χρόνια από το θάνατο του Κώστα Καρυωτάκη (1896 – 1928).  Συμπληρώθηκαν το καλοκαίρι, στις 21 Ιουλίου. Και, παρά το πλήθος των μελετητών  που έχουν ασχοληθεί με τη ζωή και το έργο του,  ακόμα γεννώνται ερωτήματα. Για τα αίτια ιδίως που οδήγησαν στην αυτοχειρία του. Και δίκαια, πιστεύω. Γιατί ο Καρυωτάκης δεν επηρέασε τους ομοτέχνους του μόνο, τους σύγχρονους (τους «νεορομαντικούς» ή «νεοσυμβολιστές»  του Μεσοπολέμου) και τους μεταγενέστερους (γενιά του 30,  Α΄μεταπολεμική  γενιά,  ποιητές  της δεκαετίας του 1970  ή «γενιά της αμφισβήτησης»). Επηρέασε συγκινησιακά γενικότερα. Περισσότερο, νομίζω,  από κάθε Έλληνα ποιητή. Ίσως γιατί οι στίχοι του στάζουν αίμα απ’ το δικό του αίμα. «Δικά μου οι στίχοι, απ’ το αίμα μου παιδιά». Ίσως  γιατί, στον πόνο του, βρίσκουν  πολλοί  το δικό τους πόνο. Και δεν επηρέασε μόνο με τους στίχους του. Και με τον τρόπο του θανάτου του επηρέασε. Και πιθανότατα εξακολουθεί να επηρεάζει. Η εποχή που βιώνουμε άλλωστε, με τη διάψευση, τη σύγχυση, την «ανομία»  που τη χαρακτηρίζει  (η κρίση βέβαια που «ζούμε»  δεν είναι  μόνο οικονομική),  μοιάζει σίγουρα πολύ   με τη δική του εποχή και το αίσθημα της θλίψης  και της ματαίωσης που κυριαρχεί στην ποίησή του,  καθώς και η έμμονη τάση του  για φυγή,  κυριαρχούν πιθανότατα και στις ψυχές πολλών νέων μας. Η διερεύνηση λοιπόν των αιτίων  που τον οδήγησαν στην αυτοχειρία οφείλει να γίνεται πολύ προσεκτικά.  Οι όποιες  μονόπλευρες ερμηνείες ενέχουν κινδύνους, κατά τη γνώμη μου.

Τελευταία ρίχνεται ιδιαίτερο φως στην πολιτική και κοινωνική διάσταση της προσωπικότητας του  Καρυωτάκη, στην οξυδέρκεια, στην τόλμη, στη μαχητικότητα  και στην επικαιρότητα  της κοινωνικοπολιτικής του κριτικής και συνδέεται ιδιαίτερα η διάσταση αυτή με την αυτοχειρία του.

Είναι πράγματι εμφανής η πλευρά αυτή της προσωπικότητας του Καρυωτάκη,  όχι   στην  ποιητική δημιουργία του μόνο, στις πολιτικές του σάτιρες συγκεκριμένα , που περιλαμβάνονται στην τελευταία ποιητική του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», 1927 («Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο», «Εις Ανδρέαν Κάλβον», «Δημόσιοι Υπάλληλοι», «Ο Μιχαλιός», «Δυστυχία», «Η πεδιάς και το Νεκροταφείον»)   αλλά και σε πεζά του κείμενα, όπως το διήγημα «Κάθαρσις», όπου μιλά για «ληστεία υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία».  Μπορεί κανείς να τη συναντήσει εξάλλου και σε άρθρα που δημοσίευε σε περιοδικά και εφημερίδες,  όπως η μελέτη  για  «Τα εθνικά ορφανοτροφεία και οικοτροφεία» (1925), που «φιλοξενούσαν» τα χιλιάδες ορφανά της Μικρασιατικής Καταστροφής  και  το άρθρο του «Ανάγκη χρηστότητος» ( 1928), όπου, έχοντας ως αφετηρία  τα δίκαια αιτήματα των δημοσίων υπαλλήλων, που διορίζονταν, παύονταν, τιμωρούνταν, όπως καταγγέλλει, ανάλογα με τις διαθέσεις των διαφόρων κομματαρχών, κατηγορεί την κυβέρνηση για σπατάλη και διαφθορά, προτείνοντας ο ίδιος λύσεις  (εντυπωσιακά επίκαιρες και σήμερα),  για το σοβαρότατο (και τότε) πρόβλημα της Ελληνικής Οικονομίας. Τη συναντάμε τέλος  στη συνδικαλιστική του δραστηριότητα.  Ως Γενικός Γραμματέας  της «Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών» (εκλέγεται τον Ιανουάριο του  1928), την απεργία που συνδιοργανώνει αυτή με τη «Συνομοσπονδία Δημοσίων Υπαλλήλων Ελλάδος», την περιγράφει, σε προκήρυξη της Συνομοσπονδίας, ως φυσικό κοινωνικό φαινόμενο. Η απεργία «δεν  εξετάζεται από απόψεως νομιμότητας, όπως δεν εξετάζει κανείς εάν βρέχει ή δεν βρέχει κατά Σύνταγμα και κατά νόμον», απαντά σε υπουργό που τη χαρακτηρίζει παράνομη.

Και είναι γεγονός πως η πολύμορφη  σύγκρουσή  του  με τις  τότε  κυβερνήσεις    (δεδομένου μάλιστα ότι,  από το 1919,  υπηρετούσε, ως ανώτερος υπάλληλος, στο Δημόσιο, στο Υπουργείο  Εσωτερικών αρχικά, στο «Υγιεινής, Προνοίας  και Αντιλήψεως» από τις 26-9-1923 ), η ρήξη   ιδίως  με τον  υπουργό Προνοίας (της Οικουμενικής Κυβέρνησης Ζαΐμη) Μιχάλη Κύρκο,  είχε ως αποτέλεσμα  να υποστεί   διώξεις από την υπηρεσία του. (Το Νοέμβριο του 1927  κλήση σε απολογία και  επιβολή προστίμου,  τον Ιανουάριο του 1928  δυσμενή απόσπαση στην Πάτρα, από την Αθήνα που υπηρετούσε, και νέα επιβολή προστίμου, το Μάϊο του 1928 δυσμενή μετάθεση στη Νομαρχία Πρεβέζης, συνοδευόμενη, όπως φαίνεται, από κάποια σοβαρή κατηγορία εναντίον του). Η αυτοχειρία του όμως  (αυτοκτόνησε, ως γνωστόν στις 21 Ιουλίου, στην Πρέβεζα, όπου είχε παρουσιαστεί στις 18 Ιουνίου) είναι λάθος, κατά τη γνώμη μου, να αποδοθεί – αποκλειστικά  ή και κυρίως – στις διώξεις που υπέστη. Η μισή αλήθεια, μην το ξεχνάμε, είναι ένα ολόκληρο ψέμα. Για να προσεγγίσει λοιπόν κανείς την απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα,  τί οδήγησε δηλαδή τον εμβληματικό αυτόν ποιητή μας  στην αυτοκτονία, χρειάζεται να ρίξει περισσότερο  φως. Σε όσο γίνεται περισσότερες πτυχές  της προσωπικότητας του Καρυωτάκη και σε όσο γίνεται περισσότερους σταθμούς της προσωπικής του περιπέτειας. Κι επειδή, στην περίπτωσή του, η ποίηση είναι άρρηκτα δεμένη, κατά γενική ομολογία, με τη ζωή του, είναι προτιμότερο, πιστεύω, να στηριχθεί  κανείς, κυρίως στους στίχους του. Και, σε πληροφορίες ή απόψεις άλλων (που συχνά, άλλωστε, πολύ διαφέρουν μεταξύ τους), κατά δεύτερο λόγο.

Δεν είναι  τυχαίο βέβαια  που ο Καρυωτάκης θεωρήθηκε «ο ποιητής της  Θλίψης». Από την πρώτη κιόλας ποιητική του συλλογή  «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων» (καθαρά συμβολιστική στη μορφή και στο περιεχόμενο), που εξέδωσε το 1919,  το συναίσθημα που κυριαρχεί στους στίχους  και στα σύμβολά του, δεν είναι παρά η θλίψη, η θλίψη σε όλες τις βαθμίδες και τις αποχρώσεις της, μια θλίψη που συχνά γίνεται θανατοφιλία.

«Η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν’ άνοιξε/ και λείψανο να βγαίνει/….Το πάρκον ανατρίχιασε/ την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε/ να πάει στη χλόη να γείρει» (Η νύχτα). Το  ποίημα άλλωστε  έχει ως «μότο» το στίχο: «Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή».

Και δεν είχαν υπάρξει  διώξεις  υπηρεσιακές  ούτε εναντίωσή του ενεργή , καμιάς μορφής,  στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, όταν γράφτηκαν τα ποιήματα  αυτής της συλλογής  (μεταξύ 1916 και 1919). Ούτε είχε αρχίσει η δημοσιοϋπαλληλική του ζωή και η συνακόλουθη πλήξη, στην οποία αναφέρεται σε κατοπινά του ποιήματα.

Έντονο εξάλλου στα ποιήματα της πρώτης του συλλογής,  είναι το συναίσθημα της νοσταλγίας «για κάτι ωραίο κι αβρό/ που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι» (GALA).  Ένα του ποίημα έχει τον τίτλο «Νοσταλγία» και ως «μότο» τους στίχους «Μεσ’ από το βάθος των καλών καιρών/οι αγάπες μας πικρά μας χαιρετάνε». Για να διευκρινίσει, στον προτελευταίο του στίχο: «οι αγάπες που σαλεύουν πεθαμένες». Χαρακτηριστικοί είναι, έπειτα, οι πρώτοι και οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος που έχει τίτλο: «Αγάπη». «Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της/ κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι……..κι ελύγισα σαν από τρυφερότη/εγώ που με είχε πέτρα κάνει ο πόνος».

Δεν πρόκειται βέβαια για τη σχέση του, τη γνωστή, με τη Μαρία Πολυδούρη. Αυτή άρχισε τον Απρίλιο του 1922  και τέλειωσε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς. Η πρώτη και «παντοτινή», λένε κάποιοι, «αγάπη  του» ήταν η Χανιώτισσα Άννα Σκορδίλη, που τον «πρόδωσε» όμως, μετά ένα δίχρονο δεσμό, για να παντρευτεί «ένα πλούσιο νυμφίο» (αρχές 1915). «Η πρώτη και σπουδαιότερή του αγάπη στάθηκε μια από τις πρωταρχικές αφορμές της απαισιοδοξίας του», γράφει, στα 1938,   ο επιμελητής της α’ έκδοσης των Απάντων του, Χαρίλαος Σακελλαριάδης.  Ο πόνος  τον συντρόφευε ωστόσο  και πριν από την πρώτη του αγάπη. Και τον είχε κάνει «πέτρα» και  «κατάξερο ασφοδίλι». Αυτό μας λέει ο ίδιος ο ποιητής, όπως είδαμε, στους παραπάνω στίχους του.

Η δεύτερη ποιητική του συλλογή,  που εξέδωσε το 1921,  έχει τίτλο «Νηπενθή» (ομηρική λέξη  που σημαίνει: που διώχνουν το πένθος).  Αξίζει, πιστεύω, να αναφερθεί πως  ο Charles Baudelaire, ο Γάλλος  «καταραμένος ποιητής», που η επίδρασή του είναι αναμφισβήτητη στον Καρυωτάκη – με κείμενο άλλωστε δικό του προλογίζει τη συγκεκριμένη  συλλογή –  χαρακτήρισε «φάρμακον  νηπενθές» το όπιο. Και πως στο ποίημα  «Ευγένεια» υπάρχουν οι στίχοι: «Μη δέσεις την πληγή σου/ παρά με ροδοκλώνια./Λάγνα σου δίνω μύρα/ -για μπάλσαμο-και αφιόνια»

Και σ’ αυτήν τη συλλογή, με την ήπια ακόμα έκφραση των συναισθημάτων (ο στίχος, παραδοσιακός  ακόμα, πιστός στα διδάγματα του συμβολισμού,  εξακολουθεί να επιδιώκει τη μουσικότητα), ο πόνος και η «νοσταλγία θανάτου», θα έλεγε κανείς, παραμένουν κυρίαρχα.

«Ένα πρωί, ένα δείλι,/ κάνε τον πόνο σου άρπα/και γέλασε και σβήσου». (Ευγένεια).

«Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου/βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ..» (Κι αν έσβησε…)  

«Και τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει» (Αθήνα)

«Τώρα θανάσιμη/νύχτα με ζώνει»  (Δρόμος)

«Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,/με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!/ Το αίμα δεν τρέχει. Θα `λεγε κανείς πως φυλλορροώ… / Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε – για θάνατο νυστάζω!» (Επίλογος)

Και το εύλογο ερώτημα: Γιατί τόση «νύχτα» στην ψυχή του τόσο νεαρού τότε ποιητή; Γιατί τόση απελπισία;   Σε εθνικό και κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, η Μικρασιατική Καταστροφή, με τα  γνωστά της επακόλουθα, δεν είχε ακόμα γίνει  και είχε προηγηθεί ( το 1920) η ελπιδοφόρα, για τη χώρα μας, Συνθήκη των Σεβρών.

Κάποια αίτια  προκύπτουν  απ’ την ίδια του την ποίηση, αυτής της περιόδου:

Η νοσταλγία, που εξιδανικεύει τους τόπους και τα πρόσωπα («Νοσταλγικά», «η Σκιά των Ωρών») και ο πόνος του χωρισμού με την πρώτη του αγάπη («Αφιέρωμα», «Τώρα που μήτε ο έρωτας…»).

Η πλήξη που ήδη  φαίνεται  πως του προκαλεί η εργασία του  δημοσίου υπαλλήλου. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Γραφιάς» : «Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου κι ο νους,/ όμως ακόμη γράφω./ Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς/ Σα να χουν βγει σε τάφο».

Η αίσθηση πως οι άνθρωποι τον μισούν. «Διωγμένος κάθε μέρα απ΄ τους ανθρώπους» γράφει για τον εαυτό του,  στο ποίημα «Του αδελφού μου»

Η αίσθηση πως   καταδιώκουν και καταφρονούν τους  ποιητές, τους  ταπεινούς κυρίως, τους άδοξους , όπως πιστεύει πως είναι κι  ο ίδιος. «Ολούθε πνέει, σα λίβας, των ανθρώπων/ η τόση μοχθηρία και σας μαραίνει» (Ποιητές) . «Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει/ κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,/ στην τραγική απάτη τους δομένοι/ πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί..» (Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων)

Η αίσθηση τέλος   πως το όνειρό του να καταξιωθεί ως ποιητής,  «να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει… μάταιο σαν άλλα ονείρατα, το όνειρο πάει κι αυτό»  («Επίλογος»). Σίγουρα συνέτεινε στη «νύχτα» της ψυχής του και η ψυχρή  υποδοχή των πρώτων  του συλλογών . Από «ομοτέχνους» του ιδίως, πρότυπα και είδωλα γι’αυτόν, όπως ο Κωστής Παλαμάς και ο Μιλτιάδης Μαλακάσης.   Ο τίτλος «υπερβολικός σε σχέση με το πενιχρό περιεχόμενο» απάντησε, ως κριτική της πρώτης συλλογής του, ο Κωστής Παλαμάς.

Στην  τελευταία του συλλογή  «Ελεγεία και Σάτιρες» ( στη συλλογή αυτή, όπως και στα «Τελευταία κείμενα, «σπάζοντας»  τους κανόνες που τον εμποδίζουν να αποδώσει τις κινήσεις της ψυχής του και χρησιμοποιώντας συχνά  «αντιποιητικές» εκφράσεις , υποτάσσει το στίχο του στο ρυθμό της  ομιλίας),  που εξέδωσε το 1927,  η αίσθηση της «γύμνιας»  και  της απομόνωσης επιτείνεται και   η «νοσταλγία θανάτου» γίνεται πια  «αυτοκτονικός ιδεασμός»

«Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει/ το πρόσχημα του βίου σου και θ’απογυμνωθείς» (Την ώρα αυτή…)

«Όταν οι άνθρωποι θέλουν να πονείς,/ μπορούνε με χίλιους τρόπους./Ρίξε το όπλο και σωριάσου πρηνής, όταν ακούσεις ανθρώπους»  (Υποθήκαι)

«Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί  την άπειρη γαλήνη!/…Εκεί, στο απόλυτο Μηδέν, στην Απεραντοσύνη. (Φύγε, η καρδιά μου νοσταλγεί…).

«Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους./ Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε./Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ναι/ ζήτημα ύψους…»  (Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο).   «Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,/σύντομο, απλό,  βαθύ, καθώς ταιριάζει…» (Ιδανικοί αυτόχειρες)

«Όταν αργά θα παίρνουνε το δρόμο,/η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει/-πρώτη φορά-σε τέσσερων τον ώμο…»  (Δικαίωσις)

Στο «γιατί», δεν είναι εύκολη η απάντηση.

Η  κοινωνικοπολιτική  πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στη χώρα μας, ως συνέπεια  κυρίως της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), με τα αλλεπάλληλα κινήματα και  πραξικοπήματα των αξιωματικών «της ήττης»,  όπως τους αποκαλεί,   σίγουρα  επιβάρυνε  την ψυχολογία του . Τον πλήγωνε ιδίως η φθορά των αξιών , της Πατρίδας, της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Αρετής, της φιλίας, του έρωτα, της ανθρωπιάς, της δικαιοσύνης αλλά και η ανιαρή ζωή των δημοσίων υπαλλήλων  και η κατάπτωση η ηθική των ποιητών της εποχής του..

«Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,/ μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι/ όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη/ σαν έπαθλο του αγώνος…» (Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο)

«Τις δάφνες του Σαγγάριου/ η Ελευθερία φορέσασα,/ γοργά από μίαν χείρα/ σ’άλλην περνά και σύρεται, / δούλη στρατώνος»  (Εις Ανδρέαν Κάλβον)

«Επρόδωσαν την αρετή κι ήρθαν οι έσχατοι πρώτοι./ Με χρήμα παίρνεται η καρδιά κι αποτιμάται ο φίλος» (Δυστυχία)

«Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές και λύπες/ άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα» (Μίσθια δουλειά)

«Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν/ σαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία» (Δημόσιοι υπάλληλοι)

«Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές/ τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας, /δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας/ για να τιτλοφορούμεθα ποιητές./Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά/ και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα./ Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα/ των καλών ανθρώπων τη συντροφιά» (Όλοι μαζί…)

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που επιβάρυνε πολύ  την ψυχολογία του.  Πρόκειται για την «ωχρά σπειροχαίτη», το μικρόβιο της σύφιλης δηλαδή,   που ήξερε πως έπασχε απ’αυτήν (και πληροφόρησε σχετικά τη Μαρία Πολυδούρη)  ήδη από τον Οκτώβριο του  1922 . Για την αρρώστια του, «την άβυσσο που ερχόταν»,  είχε το θάρρος να μιλήσει κι ο ίδιος,  τόσο στην ποίησή του (στην  «Ωχρά Σπειροχαίτη» κυρίως  που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1923 με τον τίτλο  «Τραγούδι παραφροσύνης»), όσο και  στην επιθανάτια επιστολή του: «Ήμουν άρρωστος»

«Δώρο» της ιδιαίτερης έλξης που πάντα  ασκούσαν  στον Καρυωτάκη  οι «δουλεύτρες της αμαρτίας» (ήδη, το 1914, τις εκθειάζει στα ποιήματα «Της αμαρτίας δουλεύτρα» και «Μπροστά σε μια Μαγδαληνή») αλλά και της ερωτικής του ασυδοσίας και απροσεξίας   («Και πάντα  εδαπανούσαμε τον έρωτα, την ήβη » λέει χαρακτηριστικά στο «Τραγούδι Παραφροσύνης», για να προσθέσει στην επιθανάτια επιστολή:  «Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου») το αφροδίσιο αυτό νόσημα, που βρισκόταν πια στο τρίτο στάδιο  – ο ειδικός γιατρός που επισκέφτηκε, πριν την Πρέβεζα,  στο Παρίσι, μίλησε για επιδείνωση – θα οδηγούσε σίγουρα στην τρέλα, στην «άβυσσο του νου», όπως ο ίδιος την ονομάζει στο ποίημά του «Αισιοδοξία»,  στο ψυχιατρείο και στον εξευτελισμό.  Αυτό συνέβη άλλωστε με το Γεώργιο Βιζυηνό αλλά και με το φίλο του  ποιητή  Ρώμο Φιλύρα , που τον Ιανουάριο του 1927 εγκλείστηκε στο Δρομοκαϊτιο. Αυτόν που – εκτεθειμένο πια  στο «φριχτό γέλιο των ανθρώπων»  –  συμβουλεύει ποιητικά  στο «Υποθήκαι»: «Ρώμε Φιλύρα, σε βάραθρο πέφτοντας αγριωπό, κράτησε σκήπτρο και λύρα».

«Στο έρμο νησί» λοιπόν «στο χείλος του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη»  δεν οδήγησαν τον Καρυωτάκη  μόνον οι διώξεις της τελευταίας χρονιάς.

Υπήρξε βέβαια και η «τελευταία σταγόνα». Η σοβαρή κατηγορία εναντίον του, που αναφέρει κι ό ίδιος στην αποχαιρετιστήρια  επιστολή του. «Τη χυδαία πράξη που μου αποδίδεται, τη μισώ». Κατά άλλους μελετητές, όπως ο Γιώργος Σαββίδης, κατηγορήθηκε  μάλλον  για  εμπόριο ναρκωτικών  (επηρεασμένος από τον Baudelaire και γενικά τους  «καταραμένους ποιητές» – έκανε πιθανότατα, περιστασιακά, χρήση οπίου), ενώ άλλοι, όπως ο Νέαρχος Γεωργιάδης,  υποστηρίζουν πως, μάλλον,  κατηγορήθηκε για μαστροπεία. (Λίγο πριν φύγει για  την Πρέβεζα,  μας πληροφορεί ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, συνδεόταν στενά και ήθελε  να συγκατοικήσει  με «μια ολωσδιόλου κοινή γυναίκα», που εξακολουθούσε, σημειωτέον, να ασκεί  το επάγγελμα  της πόρνης)

Όλα αυτά, κατά τη γνώμη μου,  οδηγούν  σε ένα συμπέρασμα. Πως, κατά βάθος,  η αυτοχειρία του Καρυωτάκη δεν ήταν παρά το τέρμα μιας πορείας  χαραγμένης από παλιά, «προδιαγεγραμμένης»  θα έλεγα. «Φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη» λέει στον εαυτό του  στο  «Πεθαίνοντας» και αλλού  μιλάει για «αιώνια θλίψη» (Τελευταίο ταξίδι)  και «αιωνία πληγή» (Τί νέοι που φτάσαμεν εδώ…). Ας σταθούμε, στο σημείο αυτό,  και σε δυο μαρτυρίες. Ποιητών που ανήκαν κι αυτοί  στον ίδιο «κύκλο»,  των νεορομαντικών δηλαδή ή νεοσυμβολιστών του Μεσοπολέμου.  «Ο νέος αυτός δεν χαμογελούσε ποτέ.  Ή μάλλον το χαμόγελό του αποτελείωνε σε πικρό μορφασμό» περιγράφει στο άρθρο του «Ο ποιητής που αυτοκτόνησε» ο Κώστας Ουράνης . Και ο Τέλλος Άγρας συμπληρώνει  στα «Κριτικά»: «Χαμογελούσε, μπορεί να πει κανείς, μόνο με το μισό πρόσωπο… Και κατέβαζε αμέσως τα μάτια κάτω. Σα νά  ΄κανε αμαρτία».

Αναφέρονται αρκετοί μελετητές στην «εύθυμη», στη «ζωηρή» πλευρά της προσωπικότητας του Καρυωτάκη, στο χιούμορ  (που σίγουρα τον χαρακτήριζε   και είναι εμφανές και στην τελευταία, αποχαιρετιστήρια επιστολή του) και στη συμμετοχή του σε γλέντια, οινοποσίες και χορούς.   Στο δεύτερο ποίημα όμως «GALA»  της πρώτης του συλλογής,  υπάρχουν οι στίχοι: «Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό/ κι εμείς θα το γλεντήσουμε το βράδυ,/ όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό/ και μέσα μας τον άδη». Και  στο «Άλογα μαύρα» λέει για τον εαυτό του:  «Είμαι ένας κλόουν τραγικός»

Δεν είναι  βέβαια  τυχαίο   που, ως προμετωπίδα  του πρώτου ποιήματος  (θάνατοι)  της πρώτης  του συλλογής,  έχει τη φράση:  «Είναι άνθρωποι που την κακή ώρα την έχουν μέσα τους»

Και τον εκφράζει απόλυτα, πιστεύω, ο στίχος  του Jean Moreas,  που έχει μεταφράσει στο «Ελεγεία και Σάτιρες»: «Εχθρός πάντα θανάσιμος θα μείνω του εαυτού μου».

Το ποίημα «Του αδελφού μου» αρχίζει με τους στίχους: «Είσαι άντρας. Όμως ο ίδιος πάντα μένω/ Τα χρόνια που περάσανε με άφησαν/ παράξενο παιδάκι γερασμένο» Για να εξομολογηθεί στη συνέχεια: «θα σού λεγα πως όλοι με μισήσαν…»  Ο ψυχίατρος Πέτρος Χαρτοκόλλης, αναφερόμενος στην ερωτική ζωή του ποιητή, γράφει στο βιβλίο του «Ιδανικοί Αυτόχειρες»: «Το πρόβλημα του Καρυωτάκη ήταν ότι δεν μπορούσε να αγαπήσει τις γυναίκες που μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Έχοντας μια πολύ κακή ιδέα για τον εαυτό του, δεν πίστευε πως άξιζε ν’αγαπηθεί. Και την κακή ιδέα που είχε για τον εαυτό του, την πρόβαλλε στους άλλους…»  Ο  ιστορικός εξάλλου της νεοελληνικής λογοτεχνίας Roderick Beaton  παρατηρεί: «Η ειρωνεία του Καρυωτάκη έχει ένα τέτοιο δριμύ σαρκασμό, που προδίδει περιφρόνηση για τον εαυτό του και τους συνανθρώπους του» . Για τη μειονεξία που αισθανόταν ο «μικρός το δέμας»  – και ιδιαίτερα  αυστηρής οικογενείας – ποιητής μιλούν κι άλλοι μελετητές, όπως ο Νέαρχος Γεωργιάδης (στο βιβλίο του «Κώστας Καρυωτάκης»).

Μήπως γι’αυτό  φοβόταν τόσο, λοιπόν, «το φριχτό γέλιο των ανθρώπων;», θα μπορούσε δίκαια να αναρωτηθεί κανείς. Μήπως, γι αυτό, δεν άντεχε καθόλου την αρνητική κριτική; Μήπως, γι αυτό είχε τόση ανασφάλεια για την αξία  και την επιβίωση του ποιητικού του έργου;  Μήπως γι αυτό  στις «Σάτιρές» του (και όχι μόνο) γίνεται πράγματι τόσο επιθετικός; (Η επιθετικότητα είναι άμυνα κάποτε, μην το ξεχνάμε). Τις  όμορφες γυναίκες της  «καλής  κοινωνίας», ας πούμε,  που «έχουν ένα όνειρο… τον αγαθόν άνδρα  και τα νόμιμα κρεβάτια» (λένε πως ««αρχέτυπο»  ήταν η πρώτη του αγαπημένη) τις αποκαλεί, στο ποίημά του «Αποστροφή» «ανυποψίαστα, μηδενικά/πλάσματα και γι’αυτό προνομιούχα».   Η ανάγκη του να επιβεβαιώσει, στον εαυτό του ιδίως,  τον ανδρισμό και γενικά την αξία του, δεν είναι άσχετη βέβαια και  με τον  «κατήφορο φιλήδονης παραλυσίας» (σύμφωνα με την έκφραση του Σακελλαριάδη), στον οποίο οδηγήθηκε, με τις γνωστές, καταστροφικές γι αυτόν, από κάθε άποψη, συνέπειες. «Είναι κάτι φριχτές ανταποδόσεις» λέει στο «Ποια θέληση Θεού…» «Είναι στον ουρανό μια σιδερένια,/ μια μεγάλη πυγμή, που δε συντρίβει/ μα τιμωρεί, κι αδιάκοπα πιέζει». Ο άνθρωπος  εξάλλου που δεν αποδέχεται τον εαυτό του, με τις όποιες του ατέλειες  – εστιάζοντας κυρίως στις θετικές  του πλευρές, που πάντα υπάρχουν,  και  προσπαθώντας παράλληλα , να τον βελτιώσει, όσο μπορεί –  δεν αποδέχεται, ως γνωστόν,   κανέναν και τίποτε, πόσο μάλλον μια  πραγματικότητα, όπως αυτή του Μεσοπολέμου.  «Κάθε πραγματικότης  μου ήταν αποκρουστική»  επιβεβαιώνει κι ο ποιητής , με συγκινητική, πράγματι  ειλικρίνεια,  στην επιθανάτια επιστολή του.  Ήταν φυσική λοιπόν,  στην περίπτωσή του, η ανία η επαγγελματική  που αισθανόταν, η ρήξη του, η ακραία ίσως, με «αδίκους» (και «δικαίους» κάποτε) και η  «ρομαντική» αυτή  έμμονη τάση του φυγής, προς το παρελθόν, το εξιδανικευμένο  βέβαια, προς τον κόσμο του ονείρου,  προς το θάνατο.

Δεν είναι ακριβές, κατά τη γνώμη μου, πως ο Καρυωτάκης εκφράζει γενικά τη γενιά του Μεσοπολέμου. Τους ποιητές του «κύκλου» του εκφράζει, τους «νεορομαντικούς»  δηλαδή.  Κι αυτούς πάλι,  όχι απόλυτα. Η ποίησή του ωστόσο  – που βρίσκεται στο μεταίχμιο, όπως και του Καβάφη, ανάμεσα στην παραδοσιακή και στη  σύγχρονη  ποίηση – ήταν και παραμένει απαράμιλλα γοητευτική . Και  συγκινεί πάντα. Για την ειλικρίνεια, πιστεύω, κατά κύριο λόγο, και την οξύτητα του πόνου  του.  Γιατί η όποια του  επιθετικότητα  πηγάζει πάντα από πόνο. Γιατί η ειρωνεία του έχει τον εαυτό του, σαν κύριο στόχο («επέσαμε θύματα εξιλαστήρια/του «περιβάλλοντος», της «εποχής»)   και  ο σαρκασμός του, πάντα σχεδόν, είναι αυτοσαρκασμός  («Α! πρέπει τώρα να φορέσω/ τ’ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι./ Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,/ πολύ  θ’αρέσω»).  Συγκινεί, γιατί εκφράζει την αγωνία και το σπαραγμό της ίδιας της ζωής του και το κυνήγι του απόλυτου, που όμως δεν οδηγεί  παρά στην απόλυτη  ματαίωση. Συγκινεί, γιατί  ενέχει τραγικότητα, αφού δεν υπάρχει – το νιώθουμε – για τον ποιητή  οδός διαφυγής. Διαβάζοντας τέλος  πολλούς από τους στίχους του,  ένα κομμάτι μας, μικρό ή μεγάλο, ταυτίζεται μαζί του. Ποιος από μας δε θα τό ΄θελε άλλωστε «σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε/ έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου./ Ωραία νά ΄ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε/ ωραίος ακόμη κι ο ίδιος  ο εαυτός» του;

Δήμητρα Κρεκούκια

Φιλόλογος

Επ. Πρόεδρος του Περιβαλλοντικού Συλλόγου Κέντρου Αμαρουσίου « Η ΚΑΣΤΑΛΙΑ»

Share