Ο Ανδρέας Συγγρός (12 Οκτωβρίου 1830 – 13 Φεβρουαρίου 1899) ήταν Έλληνας τραπεζίτης, πολιτικός και εθνικός ευεργέτης. Θεωρούνταν ίσως ο ισχυρότερος άντρας της εποχής του μετά το βασιλιά Γεώργιο Α’.
Η ζωή του είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα σαν παραμύθι, περιλαμβάνοντας πλούτη, δόξα, τιμές, αλλά και χρηματιστηριακά σκάνδαλα, δολοπλοκίες και μηχανορραφίες. Ασχολήθηκε πρώτα με το εμπόριο και στη συνέχεια επεκτάθηκε στον τραπεζικό κλάδο φτάνοντας να δανείζει μέχρι την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Ελλάδα.
Η σατιρική ιδιοφυΐα του Εμμανουήλ Ροΐδη του είχε χαρίσει τον τίτλο του «στρατηλάτη» της εγχώριας οικονομικής ζωής, έναν τίτλο αμφίσημο βέβαια που συνδέεται με τον παρασκηνιακό ρόλο του Συγγρού στο σκάνδαλο των Λαυρεωτικών. Ο Συγγρός απέσπασε από την Ιστορία τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη και όχι άδικα, καθώς χάρισε εκτεταμένα έργα υποδομής στον τόπο, όπως 6.000 σχολικές αίθουσες, το «Άλσος Συγγρού» στο Μαρούσι, το Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Παθήσεων «Ανδρέας Συγγρός» στην Αθήνα, τα αρχαιολογικά Μουσεία Δελφών και Ολυμπίας, τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού της οδού Φαλήρου (νυν Λεωφόρος Συγγρού) και πολλά ακόμα.
Η ζωή του Ανδρέα Συγγρού
Ο Ανδρέας Τσιγγρός, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα (Συγγρός είναι εξευγενισμένη μορφή του, που υιοθέτησε αργότερα) γεννήθηκε στη συνοικία Σταυροδρόμι (Πέρα) της Κωνσταντινούπολης στις 12 Οκτωβρίου του 1830 και ήταν γιος του Χιώτη γιατρού Δομένικου Τσιγγρού και της Μονδινής Νομικού. Φοίτησε στην περίφημη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ερμούπολη της Σύρου το 1845.
Το 1863 άρχισε να ασχολείται με τραπεζιτικές εργασίες και γρήγορα σχημάτισε μία αξιοσέβαστη περιουσία. Τον ίδιο χρόνο δάνεισε το ελληνικό κράτος με 6.000.000 δραχμές. Συνεταιρίστηκε με τον τραπεζίτη Γεώργιο Κορωνιό στην ετερόρρυθμη εταιρεία Συγγρός, Κορωνιός και Σία και το 1867 αποφάσισε να μεταφέρει την έδρα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας στην Αθήνα. Στη συνέχεια ίδρυσε την Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως με έδρα την Κωνσταντινούπολη μαζί με τους Γεώργιο Κορωνιό, Στέφανο Σκουλούδη και Αντώνιο Βλαστό.
Το 1872 επέστρεψε στην Αθήνα και μαζί με τον Ιωάννη Σκαλτσούνη ίδρυσε τη Γενική Πιστωτική Τράπεζα, ενώ τον επόμενο χρόνο αγόρασε το κτήμα των Ρου-Σερπιέρη στο Λαύριο και ίδρυσε την Ελληνική Λαυρίου. Για να αντιμετωπισθεί η δαπάνη της εξαγοράς της γαλλοϊταλικής μεταλλευτικής εταιρείας προχώρησε σε μετοχοποίησή της. Η διακύμανση της μετοχής ήταν τέτοια, που οδήγησε σε πτώχευση πολλούς επενδυτές που είχαν εμπιστευθεί τις οικονομίες τους στον Συγγρό. Ήταν το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην Ελλάδα, σε μια εποχή που δεν υπήρχε χρηματιστήριο στη χώρα μας και οι συναλλαγές γίνονταν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς» στην Ομόνοια.
Πιστός στη ρήση του «Άμα μυρισθώ επικερδή επιχείρησιν δεν αντέχω», συμμετείχε σε πλήθος επιχειρηματικών σχημάτων, όπως ο σιδηρόδρομος Αθηνών – Λαυρίου, η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, η ίδρυση της Πανελληνίου Ατμοπλοΐας, η αποξήρανση της Στυμφαλίας, και η Εταιρεία σιδηροδρόμων Αθηνών – Πειραιώς. Οι τράπεζές του συμμετείχαν στη σύναψη των δανείων του ελληνικού κράτους και λέγεται ότι συνέβαλε στη χρεωκοπία της Ελλάδας το 1893, προκειμένου να αποκτήσει την Εθνική Τράπεζα.
Παρά τα όποια σκάνδαλα πάντως, κέρδισε έμπρακτα τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη, καθώς έχει υπολογισθεί ότι οι δωρεές του ξεπερνούσαν τα 5.000.000 δραχμές, ποσό κολοσσιαίο για την εποχή εκείνη. Για τη φιλανθρωπική του δράση είχε τιμηθεί με τα ανώτατα μετάλλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδας.
Ο Ανδρέας Συγγρός πέθανε τις πρώτες πρωινές ώρες της 13ης Φεβρουαρίου του 1899 από καρδιακό επεισόδιο. Την επομένη έγινε η κηδεία του στην Αθήνα και ήταν «πάνδημος, εκτάκτως πολυτελής και πρωτοφανής δια την Ελλάδα», όπως ανέφερε ο Τύπος της εποχής. Στην τελευταία του κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο τον συνόδευσαν ο Βασιλιάς, σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο, το διπλωματικό σώμα και χιλιάδες κόσμου.
«Τοσούτον πλήθος ουδέποτε συνώδευσε νεκρόν εν τη νεωτέρα Ελλάδι, αλλά και ουδέποτε η νεωτέρα Ελλάς έσχε τόσω μέγαν νεκρόν να κηδεύση, διότι ‘οι τοιούτοι άνδρες’ όπως προσφυέστατα είπε κάποιος συγγραφεύς δεν είνε απλά άτομα, αλλά “αποτελούν ανθρωπότητας εν σμικρώ”!» έγραψε μια εφημερίδα την επαύριο της κηδείας του. Σε ένδειξη πένθους, τα σχολεία παρέμειναν κλειστά επί τριήμερο, ενώ ματαιώθηκαν οι εκδηλώσεις της Αποκριάς.
Μετά το θάνατό του η σύζυγός του, Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου, δώρισε στο ελληνικό δημόσιο το Κτήμα Συγγρού, το Μέγαρο Ανδρέα Συγγρού για να στεγάσει το υπουργείο εξωτερικών, ενώ από κληροδότημα του ίδιου και με την εποπτεία της Ιφιγένειας, κατασκευάστηκε το Νοσοκομείο «Ανδρέας Συγγρός» και η λεωφόρος Συγγρού.